- Τερπάνδρου
- Τέρπανδροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάχορδος — και οχτάχορδος, η, ο (Α οκτάχορδος, ον) 1. (για μουσική κλίμακα) αυτός που αποτελείται από οκτώ χορδές, δηλ. μουσικούς φθόγγους («ὀκτάχορδα συστήματα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάχορδο μουσικό όργανο με οκτώ χορδές νεοελλ. (για μουσικό… … Dictionary of Greek
τετραοίδιος — ον, Α (ως ονομασία νόμου τού Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
Άντισσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 900 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του βουνού Αετώνηδες στο δυτικό τμήμα του νησιού. Στην περιοχή υπάρχει η ιαματική πηγή Τελώνια. Σώζονται επίσης ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης που είχε … Dictionary of Greek